''Ανεκμετάλλευτα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της παραγωγής μας'' του Κώστα Τσιάρα
Η στροφή χιλιάδων καταρτισμένων νέων επιστημόνων στην ελληνική περιφέρεια τα τελευταία χρόνια, έχει οδηγήσει σε μια αναμφισβήτητη βελτίωση της ποιοτικής αγροτικής παραγωγής, που αντανακλάται σε ισχυρή βελτίωση του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου σε καινοτόμα αγροτικά προϊόντα. Οι Έλληνες αγρότες καταφέρνουν να εκσυγχρονίζουν τις καλλιέργειές τους και να στρέφονται στην παραγωγή τυποποιημένων και υψηλής ποιότητας προϊόντων κερδίζοντας το στοίχημα της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Η βιωσιμότητα της πρωτογενούς παραγωγής φαίνεται να υπονομεύεται από το δεύτερο σκέλος της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα: την ανταγωνιστικότητα ως προς την τιμή. Όχι γιατί οι τιμές που απολαμβάνουν οι Έλληνες παραγωγοί αυξάνονται, αλλά κυρίως γιατί ανάμεσα στην τιμή του παραγωγού και στην τιμή στο ράφι του καταναλωτή, παρεμβάλλεται ένας ατελέσφορος και αντιαναπτυξιακός κρατικός παρεμβατισμός.
Μέσα στο ασφυκτικά ανταγωνιστικό πλαίσιο που διαμορφώνει η παγκόσμια οικονομία, αν θέλουμε πραγματικά να διασφαλίσουμε το μέλλον της αγροτικής παραγωγής και την επιβίωση της ελληνικής περιφέρειας, ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας στο σκέλος που υστερεί, την ανταγωνιστικότητα ως προς την τιμή, είναι μονόδρομος.
Και σαφέστατα τα κροκοδείλια δάκρυα και οι φαεινές ιδέες περί προστατευτισμού όσων δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι παραμένουμε στο ισχυρό κομμάτι του κόσμου, στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, δεν αρκούν να διασώσουν την διεθνή θέση της αγροτικής παραγωγής που πλήττεται πρωτίστως από τις θηριώδεις ασφαλιστικές εισφορές, που πνίγουν την επιχειρηματική πρωτοβουλία των Ελλήνων αγροτών. Και βεβαίως από την βαριά υπερφορολόγηση, η οποία αυξάνει υπέρμετρα το κόστος παραγωγής. Γιατί προφανώς, κανένα μέτρο προστατευτισμού δεν μπορεί να στηρίξει τα αγροτικά προϊόντα στον διεθνή ανταγωνισμό, όταν η ποιοτική ελληνική παραγωγή διακυβεύεται στο γήπεδο ενός αδύναμου και ανίκανου κράτους να εξασφαλίσει σταθερούς τους όρους της παραγωγικής δραστηριότητας, ευνοϊκό φορολογικό και επενδυτικό περιβάλλον και ένα ξεκάθαρο το πλαίσιο γεωργικών ασφαλίσεων.
Μπροστά στο ακούσιο άνοιγμα των νέων αγορών που συντελείται στην παγκόσμια οικονομία, η Ελλάδα δεν διαθέτει την πολυτέλεια του χαμένου χρόνου. Πολύ περισσότερο όταν οι ανταγωνίστριες χώρες καταφέρνουν να κερδίζουν θέσεις στον στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού και να εκσυγχρονίζουν το παραγωγικό τους μοντέλο εκτοπίζοντας τα ελληνικά προϊόντα από τις διεθνείς αγορές.
Σε αυτό το νέο παραγωγικό «κάδρο» που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ελλάδα, στο σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και ανατολικών αγορών, διαθέτει ασύγκριτα, αλλά ακόμα σήμερα ανεκμετάλλευτα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η αξιοποίηση των συνεργιών του πρωτογενούς τομέα με άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας παραμένει ακόμα σήμερα σε εμβρυακό στάδιο. Ο αγροτουρισμός, η ανάπτυξη της αγροβιομηχανίας και των βιολιπασμάτων, η ανάπτυξη νέων γεωργικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (όπως τα φωτοβολταϊκά αυτοπαραγωγών) αποτελούν αναπτυσσόμενους κλάδους που έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα σημαντικές υπεραξίες σε όσους αγρότες τόλμησαν να επιχειρήσουν.
Ο νομός Καρδίτσας αλλά και γενικότερα οι όμοροι νομοί της περιφέρειας Θεσσαλίας έχουν πρωτοπορήσει στην χρήση και ανάπτυξη νέων «πράσινων» εργαλείων που διαφοροποιούν τα προϊόντα τους στην ελληνική αγορά και δημιουργούν σημαντική προστιθέμενη αξία προς όφελος του πρωτογενούς τομέα. Παράλληλα, στους παραδοσιακούς χειμερινούς προορισμούς της Θεσσαλίας όπως στη Λίμνη Πλαστήρα και το Περτούλι, οι συνεταιριστικές οργανώσεις έχουν ήδη κερδίσει το στοίχημα της παραγωγής ασύγκριτης ποιότητας παραδοσιακών προϊόντων, που συμπληρώνουν αποτελεσματικά το τουριστικό μας προϊόν.
Για να κερδίσουμε όμως τις διεθνείς αγορές, το νέο παραγωγικό μοντέλο δεν πρέπει να οικοδομηθεί και πάλι σε λόγια του αέρα.
Γιατί η εξωστρέφεια και η διείσδυση σε νέες αγορές, προϋποθέτουν μια σαφή και ξεκάθαρη δέσμη κινήτρων για τον επαναπροσανατολισμό σε νέες, σύγχρονες συνεταιριστικές δομές (οριζόντια και κάθετα clusters) που αξιοποιούν τις οικονομίες κλίμακας στον γεωργικό τομέα, και ανοίγουν τους κρουνούς της ρευστότητας για τις αγροτικές επιχειρήσεις. Και βεβαίως προϋποθέτει την εξασφάλιση ικανών χρηματοδοτικών πόρων και ανοιχτή πρόσβαση στις νέες και «έξυπνες» χρηματοδοτικές λύσεις από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία. Πάνω από όλα όμως προϋποθέτει μια ικανή και αποφασισμένη πολιτική ηγεσία που θα μειώσει
τη γραφειοκρατία και θα μετατρέψει το κράτος από εμπόδιο, σε συμπληρωματικό παραγωγικό συντελεστή για τον Έλληνα αγρότη.
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια