Αθλητικά - 2 μήνες 2 ημέρες πιο πριν
Ο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Υποβλήθηκε στις Τετ, 18/03/2015 - 11:49.
Εκτυπώσιμη μορφή
«Κάλιο αργά παρά ποτέ»
Σε αντίθεση με άλλες Χώρες του Δυτικού Κόσμου και δη Ευρωπαϊκές, το καταναλωτικό κίνημα άργησε να αναπτυχθεί στην Ελλάδα και αυτό οφείλεται στο ότι το μοντέλο της βασισμένης στην «κατανάλωση» οικονομίας διαμορφώθηκε αρχικά στις βιομηχανικά αναπτυγμένες Χώρες και εν συνεχεία στις λοιπές Χώρες, όπως η δική μας, όπου ο καταναλωτής έπαψε να έχει πλέον απέναντί του το «μαγαζάκι» της γειτονιάς, την οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία ο ιδιοκτήτης ήταν γνωστός και βρέθηκε αιφνιδιαστικά αντιμέτωπος με απρόσωπους διεθνείς προμηθευτές, με απρόσωπες εταιρείες που δραστηριοποιούνται εμπορικά σε όλο τον κόσμο, με απρόσωπα πολυκαταστήματα κ.λπ., τα οποία επέβαλαν τους δικούς τους όρους συναλλαγών σε ένα καταναλωτικό κοινό «άοπλο» απροετοίμαστο και μη γνωρίζον τα προερχόμενα από την σύνθετη ευρωπαϊκή νομοθεσία δικαιώματά του ως καταναλωτή.
Μέχρι και πριν τα «χρόνια» της οικονομικής κρίσης, η οικονομική ευρωστία της ελληνικής κοινωνίας σε συνδυασμό με την άγνοια περί δικαιωμάτων του καταναλωτή καθώς και την γενικότερα επικρατούσα περί συναλλαγών ελληνική νοοτροπία ο μέσος καταναλωτής όχι μόνον δεν γνώριζε τι είναι και αν υπάρχουν καταναλωτικές οργανώσεις στην Χώρα, αλλά δεν γνώριζε καν ότι έχει ιδιαίτερα δικαιώματα ως καταναλωτής.
Η οικονομική κρίση στην Χώρα μας, η εντεύθεν προκαλούμενη έλλειψη ρευστότητας και ο περιορισμένος οικογενειακός προϋπολογισμός γέννησε την ανάγκη σε όλους τους πολίτες να αντιμετωπίζουν κάθε αγορά προϊόντος ή κάθε παροχή υπηρεσιών με σκεπτικισμό, ενώ ταυτόχρονα ο κόσμος άρχισε να ενημερώνεται για όλες τις πτυχές των καταναλωτικών δικαιωμάτων του, να διεκδικεί δυναμικά τα δικαιώματά του, απευθυνόμενος μάλιστα σε συλλογικούς φορείς, όπως οι ενώσεις καταναλωτών για καθοδήγηση και προστασία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τραπεζικός τομέας, όπου, ενόψει της αντικειμενικής αδυναμίας των καταναλωτών προς αποπληρωμή τραπεζικών οφειλών, από συμβάσεις που καταρτίστηκαν υπό διαφορετικές οικονομικές συνθήκες και περιστάσεις, σημειώθηκε κύμα καταναλωτικών αντιδράσεων και αντιδικιών με πιστωτικά ιδρύματα, σε βαθμό που σήμερα μεγάλο μέρος των συναλλασσομένων με αυτά όχι μόνον ερευνά και αμφισβητεί τις παντός είδους τραπεζικές συμβάσεις που έχει υπογράψει στο παρελθόν από άποψη νομιμότητας με την νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή, αλλά δεν προβαίνει καν σε υπογραφή οιουδήποτε εγγράφου με πιστωτικό ίδρυμα πριν συμβουλευτεί την καταναλωτική οργάνωση στην οποία είναι μέλος. Ακόμα όμως και στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων, ο μέσος καταναλωτής έχει αφυπνιστεί ελλείψει ρευστότητας και διεκδικεί όλα του τα δικαιώματα, ιδίως σε περιπτώσεις αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, όπως στην περίπτωση των ελαττωματικών προϊόντων, ενώ σημαντική αύξηση έχει παρατηρηθεί στην έγερση καταναλωτικών απαιτήσεων κατά εταιρειών κινητής τηλεφωνίας.
Οι παραπάνω εξελίξεις, αν και εφορμούν από το δυσάρεστο για όλους γεγονός της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, εντούτοις δεν παύουν να μας ικανοποιούν και να είναι θετικές, καθώς αυτόματα πυροδότησαν τις μηχανές ενός υπό διαμόρφωση ισχυρού αγωνιστικού καταναλωτικού κινήματος, που ανθίσταται στις αδικίες και στην οικονομική εκμετάλλευση, βάζει φρένο στις αθέμιτες πρακτικές των πάσης φύσεως προμηθευτών, εν τέλει βελτιώνει καθημερινά το περιβάλλον των συναλλαγών και αναβαθμίζει την ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών.
Το μόνο σίγουρο πάντως είναι, ότι στην σύγχρονη σύνθετη οικονομική πραγματικότητα όλοι έχουν κατανοήσει ότι τίποτε δεν επιλύεται αυτόματα, ότι κανένας δεν μπορεί να πορεύεται μόνος του και ότι μόνον μέσα από συλλογικές δράσεις και διεκδικήσεις θα προασπίσει δυναμικά τα συμφέροντά του ως καταναλωτής και εν τέλει ως πολίτης.
Σε αντίθεση με άλλες Χώρες του Δυτικού Κόσμου και δη Ευρωπαϊκές, το καταναλωτικό κίνημα άργησε να αναπτυχθεί στην Ελλάδα και αυτό οφείλεται στο ότι το μοντέλο της βασισμένης στην «κατανάλωση» οικονομίας διαμορφώθηκε αρχικά στις βιομηχανικά αναπτυγμένες Χώρες και εν συνεχεία στις λοιπές Χώρες, όπως η δική μας, όπου ο καταναλωτής έπαψε να έχει πλέον απέναντί του το «μαγαζάκι» της γειτονιάς, την οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία ο ιδιοκτήτης ήταν γνωστός και βρέθηκε αιφνιδιαστικά αντιμέτωπος με απρόσωπους διεθνείς προμηθευτές, με απρόσωπες εταιρείες που δραστηριοποιούνται εμπορικά σε όλο τον κόσμο, με απρόσωπα πολυκαταστήματα κ.λπ., τα οποία επέβαλαν τους δικούς τους όρους συναλλαγών σε ένα καταναλωτικό κοινό «άοπλο» απροετοίμαστο και μη γνωρίζον τα προερχόμενα από την σύνθετη ευρωπαϊκή νομοθεσία δικαιώματά του ως καταναλωτή.
Μέχρι και πριν τα «χρόνια» της οικονομικής κρίσης, η οικονομική ευρωστία της ελληνικής κοινωνίας σε συνδυασμό με την άγνοια περί δικαιωμάτων του καταναλωτή καθώς και την γενικότερα επικρατούσα περί συναλλαγών ελληνική νοοτροπία ο μέσος καταναλωτής όχι μόνον δεν γνώριζε τι είναι και αν υπάρχουν καταναλωτικές οργανώσεις στην Χώρα, αλλά δεν γνώριζε καν ότι έχει ιδιαίτερα δικαιώματα ως καταναλωτής.
Η οικονομική κρίση στην Χώρα μας, η εντεύθεν προκαλούμενη έλλειψη ρευστότητας και ο περιορισμένος οικογενειακός προϋπολογισμός γέννησε την ανάγκη σε όλους τους πολίτες να αντιμετωπίζουν κάθε αγορά προϊόντος ή κάθε παροχή υπηρεσιών με σκεπτικισμό, ενώ ταυτόχρονα ο κόσμος άρχισε να ενημερώνεται για όλες τις πτυχές των καταναλωτικών δικαιωμάτων του, να διεκδικεί δυναμικά τα δικαιώματά του, απευθυνόμενος μάλιστα σε συλλογικούς φορείς, όπως οι ενώσεις καταναλωτών για καθοδήγηση και προστασία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τραπεζικός τομέας, όπου, ενόψει της αντικειμενικής αδυναμίας των καταναλωτών προς αποπληρωμή τραπεζικών οφειλών, από συμβάσεις που καταρτίστηκαν υπό διαφορετικές οικονομικές συνθήκες και περιστάσεις, σημειώθηκε κύμα καταναλωτικών αντιδράσεων και αντιδικιών με πιστωτικά ιδρύματα, σε βαθμό που σήμερα μεγάλο μέρος των συναλλασσομένων με αυτά όχι μόνον ερευνά και αμφισβητεί τις παντός είδους τραπεζικές συμβάσεις που έχει υπογράψει στο παρελθόν από άποψη νομιμότητας με την νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή, αλλά δεν προβαίνει καν σε υπογραφή οιουδήποτε εγγράφου με πιστωτικό ίδρυμα πριν συμβουλευτεί την καταναλωτική οργάνωση στην οποία είναι μέλος. Ακόμα όμως και στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων, ο μέσος καταναλωτής έχει αφυπνιστεί ελλείψει ρευστότητας και διεκδικεί όλα του τα δικαιώματα, ιδίως σε περιπτώσεις αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, όπως στην περίπτωση των ελαττωματικών προϊόντων, ενώ σημαντική αύξηση έχει παρατηρηθεί στην έγερση καταναλωτικών απαιτήσεων κατά εταιρειών κινητής τηλεφωνίας.
Οι παραπάνω εξελίξεις, αν και εφορμούν από το δυσάρεστο για όλους γεγονός της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, εντούτοις δεν παύουν να μας ικανοποιούν και να είναι θετικές, καθώς αυτόματα πυροδότησαν τις μηχανές ενός υπό διαμόρφωση ισχυρού αγωνιστικού καταναλωτικού κινήματος, που ανθίσταται στις αδικίες και στην οικονομική εκμετάλλευση, βάζει φρένο στις αθέμιτες πρακτικές των πάσης φύσεως προμηθευτών, εν τέλει βελτιώνει καθημερινά το περιβάλλον των συναλλαγών και αναβαθμίζει την ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών.
Το μόνο σίγουρο πάντως είναι, ότι στην σύγχρονη σύνθετη οικονομική πραγματικότητα όλοι έχουν κατανοήσει ότι τίποτε δεν επιλύεται αυτόματα, ότι κανένας δεν μπορεί να πορεύεται μόνος του και ότι μόνον μέσα από συλλογικές δράσεις και διεκδικήσεις θα προασπίσει δυναμικά τα συμφέροντά του ως καταναλωτής και εν τέλει ως πολίτης.
Βαθμολογήστε το άρθρο:
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια