Αθλητικά - 2 μήνες 1ημέρα πιο πριν
[Ριματική διασκευή από το ομώνυμο διήγημα του Α.Καρκαβίτσα] Του Δημήτρη Νταλαμπίρα
Υποβλήθηκε στις Κυρ, 08/02/2015 - 23:26.
Εκτυπώσιμη μορφή
Από μικρός που είμουνα άκουγα να μολογούν να λένε
να το θαυμάζουν σαν θεό και κάπου κάπου για να κλαίνε,
έλεγαν και ξανάλεγαν πώς να το πάρουμε για δές
κοίταξε πώς αλλάζει όψεις σα νάναι Ομηρικός Πρωτεύς.
΄Ολοι στο νησί το έχουν μ΄όλογο κι΄όλοι το μολογάνε
απ΄τα βαθειά χαράματα μέχρι αργά το βράδυ,
κί όσοι τ΄αγίζουν χάνονται μέσα στη μαύρη θάλασσα,
μέσα στο μαύρο έρεβος, στα έγκατα της πλάσης.
Καλά η αθάνατη γοργόνα του Αλέξανδρου η αδελφή,
που στο κακό το άκουσμα βουλιάζει τα καράβια,
καλά ο ΄Αριστος που τα θεριά σκοτώνει,καλά ο Αράπης
που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια.Μα ετούτο
΄δώ το πλάσμα, θρέμμα του άμμου να κάνει τόσα θάματα.
Φόβος και πείσμα μ΄έπιανε σαν άκουγα τέτοιο πράμα,
ένα δενδράκι τόσο δα νάναι το μέγα θάμα*
θα το νικήσω σκέφθηκα όταν θα μεγαλώσω
μαθαίνοντας τη θάλασσα κάτω θα το ξαπλώσω.
΄Εμαθα τη θάλασσα,ταξίδευσα σαν σφουγγαράς
και εικοσάχρονο παιδί πήγα στην Μπαρμπαριά
εκεί που το γιούσορι σε δάση ολάκερα φυτρώνει
κι΄όσα αν κόψεις ολημερίς,τελειωμό δεν έχουν.
Στη θάλασσα σιγά-σιγά ναύτης μεγάλος είχα γίνει
μα την καρδιά μου έκαιγε της δόξας το καμίνι,
διψούσα για να δοξασθώ τρανή να πάρω φήμη
ξαπλώνοντας το άτιμο θεριό στην αμουδιά θρασίμι.
Κι΄ενώ μια μέρα ψάρευα σφουγγάρι με τη μηχανή
φθάνω στου βόλου τα νερά στ΄ανήλιαστο θρόνο του δενδρί*
βλέπω το γιούσορι ήρεμο κάτω απ΄το μαρμαρένιο τάφο,
τι Γοργόνα και τι Άριστος και τι αρχαίο κάστρο.
Τι Κέρβερος τι Δράκοντας τι Διγενής κι΄Ακρίτας,
τούτο είναι το θάμασμα φώναξα σαν το είδα*
τούτο είναι το θάμασμα λοιπόν δεν ήταν ψέμα
τα μάτια μου θολώσανε μου πάγωσε το αίμα.
Εγώ ο Γιάννος Γκάμαρος εγώ ο ανδρειωμένος
που ποτέ μου δεν εδείλιασα,ένοιωθα σα χαμένος*
μα όρκο είχα στη ζωή πίσω να μη γυρίσω
αν άφηνα το γιούσορι χωρίς να το νικήσω.
Ξάφνου μούγκρισμα αντήχησε βαθύ,η θάλασα εσαλεύθη
κι΄όλοι στην πρύμη οι ναύτες τρέχουνε,έντρομοι φοβισμένοι,
καθώς αντίκρυ βλέπουνε το γούσορι να στέκει,ορθό αγριεμένο,
μέγα κήτος με κορμό,κλαδιά και παρακλάδια,αρκουδοντυμένο
φοβερό,σκληρό σαν σίδερο κι΄αθάνατο σαν το στοιχειό.
Με ορμή και πείσμα επάνω του ώρμησα,χτυπώ για να το κόψω
και γκόπ η πρώτη,δεύτερη,τρίτη τσεκουριά, μα ώ τω παραδόξω*
κοχλάζει γύρω το νερό,βογγάει η θάλασσα και τρέμει η γή
μα άθάνατο στέκει ακόμα όρθιο, κάτω στο βάθος το δενδρί.
Χιλιάδες πέφτουν τσεκουριές,κόβω κεφάλι,πόδια,σώμα,
μα το γιούσορι όρθιο και δυνατό,στέκει θαθειά στο χώμα.
Xρόνια και χρόνια πάλεψα τη μάχη να κερδίσω, μα τώρα
που απόκανα,τίποτα δε μου μέλει, γέρος εβδομηντάρης
κι΄ετοιμόρροπος θα θαλασσοδέρνομαι, μόνο για το καρβέλι.
Σημείωση: Βραβεύτηκε σε μαθητικό διαγωνισμό το έτος 1956 από
το τότε Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
να το θαυμάζουν σαν θεό και κάπου κάπου για να κλαίνε,
έλεγαν και ξανάλεγαν πώς να το πάρουμε για δές
κοίταξε πώς αλλάζει όψεις σα νάναι Ομηρικός Πρωτεύς.
΄Ολοι στο νησί το έχουν μ΄όλογο κι΄όλοι το μολογάνε
απ΄τα βαθειά χαράματα μέχρι αργά το βράδυ,
κί όσοι τ΄αγίζουν χάνονται μέσα στη μαύρη θάλασσα,
μέσα στο μαύρο έρεβος, στα έγκατα της πλάσης.
Καλά η αθάνατη γοργόνα του Αλέξανδρου η αδελφή,
που στο κακό το άκουσμα βουλιάζει τα καράβια,
καλά ο ΄Αριστος που τα θεριά σκοτώνει,καλά ο Αράπης
που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια.Μα ετούτο
΄δώ το πλάσμα, θρέμμα του άμμου να κάνει τόσα θάματα.
Φόβος και πείσμα μ΄έπιανε σαν άκουγα τέτοιο πράμα,
ένα δενδράκι τόσο δα νάναι το μέγα θάμα*
θα το νικήσω σκέφθηκα όταν θα μεγαλώσω
μαθαίνοντας τη θάλασσα κάτω θα το ξαπλώσω.
΄Εμαθα τη θάλασσα,ταξίδευσα σαν σφουγγαράς
και εικοσάχρονο παιδί πήγα στην Μπαρμπαριά
εκεί που το γιούσορι σε δάση ολάκερα φυτρώνει
κι΄όσα αν κόψεις ολημερίς,τελειωμό δεν έχουν.
Στη θάλασσα σιγά-σιγά ναύτης μεγάλος είχα γίνει
μα την καρδιά μου έκαιγε της δόξας το καμίνι,
διψούσα για να δοξασθώ τρανή να πάρω φήμη
ξαπλώνοντας το άτιμο θεριό στην αμουδιά θρασίμι.
Κι΄ενώ μια μέρα ψάρευα σφουγγάρι με τη μηχανή
φθάνω στου βόλου τα νερά στ΄ανήλιαστο θρόνο του δενδρί*
βλέπω το γιούσορι ήρεμο κάτω απ΄το μαρμαρένιο τάφο,
τι Γοργόνα και τι Άριστος και τι αρχαίο κάστρο.
Τι Κέρβερος τι Δράκοντας τι Διγενής κι΄Ακρίτας,
τούτο είναι το θάμασμα φώναξα σαν το είδα*
τούτο είναι το θάμασμα λοιπόν δεν ήταν ψέμα
τα μάτια μου θολώσανε μου πάγωσε το αίμα.
Εγώ ο Γιάννος Γκάμαρος εγώ ο ανδρειωμένος
που ποτέ μου δεν εδείλιασα,ένοιωθα σα χαμένος*
μα όρκο είχα στη ζωή πίσω να μη γυρίσω
αν άφηνα το γιούσορι χωρίς να το νικήσω.
Ξάφνου μούγκρισμα αντήχησε βαθύ,η θάλασα εσαλεύθη
κι΄όλοι στην πρύμη οι ναύτες τρέχουνε,έντρομοι φοβισμένοι,
καθώς αντίκρυ βλέπουνε το γούσορι να στέκει,ορθό αγριεμένο,
μέγα κήτος με κορμό,κλαδιά και παρακλάδια,αρκουδοντυμένο
φοβερό,σκληρό σαν σίδερο κι΄αθάνατο σαν το στοιχειό.
Με ορμή και πείσμα επάνω του ώρμησα,χτυπώ για να το κόψω
και γκόπ η πρώτη,δεύτερη,τρίτη τσεκουριά, μα ώ τω παραδόξω*
κοχλάζει γύρω το νερό,βογγάει η θάλασσα και τρέμει η γή
μα άθάνατο στέκει ακόμα όρθιο, κάτω στο βάθος το δενδρί.
Χιλιάδες πέφτουν τσεκουριές,κόβω κεφάλι,πόδια,σώμα,
μα το γιούσορι όρθιο και δυνατό,στέκει θαθειά στο χώμα.
Xρόνια και χρόνια πάλεψα τη μάχη να κερδίσω, μα τώρα
που απόκανα,τίποτα δε μου μέλει, γέρος εβδομηντάρης
κι΄ετοιμόρροπος θα θαλασσοδέρνομαι, μόνο για το καρβέλι.
Σημείωση: Βραβεύτηκε σε μαθητικό διαγωνισμό το έτος 1956 από
το τότε Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Βαθμολογήστε το άρθρο:
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια