Ο Άγιος πατήρ ημών Παρθένιος εγεννήθη στο χωριό Βατσουνιά Καρδίτσης στις αρχές του 18 ου αιώνος. Μεγάλωσε στην περιοχή αυτή των Θεσσαλικών Αγράφων, που στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε μια σημαντική πνευματική παρουσία. Το δυσπρόσιτο της περιοχής δημιουργούσε στους υπόδουλους ένα χώρο καταφυγής, ελευθερίας και δημιουργίας, μακριά από την αφόρητη πίεση του κατακτητή. Οι γονείς του απλοί και ταπεινοί του μεταδίδουν την πίστη στον Χριστό και την αγάπη προς την πατρίδα.
Η ζωή των Αγίων της εκκλησίας μας, το θάρρος και η πίστη των νεομαρτύρων της εποχής μας καθώς και η δυνατή παρουσία των δύο μεγάλων Αγίων της περιοχής, του Αγίου Βησσαρίωνος και του Αγίου Σεραφείμ των Φαναριοφαρσάλων, επιδρούν στη ζωή του και του εμπνέουν, κάτω από τις φωτισμένες νουθεσίες των μοναχών των Μετεώρων και των γύρω μονών, την επιθυμία και το ζήλο της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στο Θεό.
Κείρεται τελικώς μοναχός, σε μοναστήρι της περιοχής. Ο μοναχός Παρθένιος προκόβει στην πνευματική ζωή και γίνεται παράδειγμα για όλους. ΄Έτσι με τη σύμφωνη γνώμη των πατέρων χειροτονείται τελικώς σε πρεσβύτερο. Εκτιμώντας τα προσόντα και την αγία ζωή του η εκκλησία τον αναδεικνύει επίσκοπο Ραδοβισδίου, επισκοπή της Μητροπόλεως Λαρίσης, που τότε περιελάμβανε το δυτικό τμήμα της Αργιθέας και το Β.Α του σημερινού νομού Άρτας(δήμοι Ηρακλείας, Τετραφυλίας και τα σημερινά χωριά Ζυγός Μαρκινιάδα Μελάτες, Παναγιά Διασέλου, Τετράκωμο, Μεσούντα, Κάψαλα.Η επισκοπή αναφέρεται πρώτη φορά στο τακτικό β΄ του Ιωάννη Τσιμισκή (972-976). Κατελάμβανε τη 16 η θέση από τις 28 επισκοπές που υπήγοντο στην Μητρόπολη Λαρίσης. Δεύτερη φορά αναφέρεται στο τακτικό Α΄ του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118)και Τρίτη στο πατριαρχικό σιγίλιο του 1371. Η επισκοπή εξακολουθεί να υφίσταται και επί Τουρκοκρατίας, πολλούς δε επισκόπους γνωρίζουμε από τους κώδικες των Μητροπόλεων Λαρίσης και Τρίκκης. Καταργείται δε το 1830 και η περιοχή της δίδεται στη Μητρόπολη Άρτης τμήμα της οποίας αποτελεί και σήμερα. Έδρα της επισκοπής ήταν τα Βραγγιανά Αργιθέας και αργότερα το Βελετζικό που στην εποχή της Τουρκοκρατίας ευρίσκετο σε μεγάλη ακμή.
Αναλαμβάνοντας το αξίωμα της Αρχιερωσύνης ο Άγιος αγωνίζεται νυχθημερόν για την πνευματική προκοπή του ποιμνίου του. Η αυστηρή νηστεία και η αδιάλειπτη προσευχή ήταν τα αγαπημένα του αθλήματα. Στο «Μαρτυρικόν» περί του αγίου Παρθενίου του ιστορικού κώδικα της μονής Δουσίκου διασώζεται επίσης ένα άλλο επεισόδιο από τη ζωή του αγίου, που δείχνει την μεγάλη αρετή και φιλανθρωπία του. Κοντά στην Επισκοπή ζούσε ένας φτωχός άνθρωπος που είχε πέντε παιδιά. Είχε ένα πετρώδες χωράφι που δεν μπορούσε λόγω ασθενείας να περιποιηθεί. Ο Άγιος λοιπόν πήγαινε μεσάνυχτα με το φως του φεγγαριού να καθαρίσει το κτήμα, για να αποδώσει καρπόν και να τραφεί η οικογένεια του φτωχού γεωργού. Ο ιδιοκτήτης όταν κατάλαβε ότι κάποιος τον βοηθάει παραφύλαξε κάποιο βράδυ και με έκπληξη διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τον επίσκοπό του. Ο Άγιος όμως του «έκαμε δεσμόν»να μη μαρτυρήσει σε κανένα το γεγονός και του υποσχέθηκε ότι αυτός θα βοηθούσε τα παιδιά του.
Το κήρυγμα του αγίου είχε δυο στόχους : Πρώτον να τονώσει την πίστη των ανθρώπων στο Θεό και κατά δεύτερο λόγο να διαφυλάξει ακέραιη και ανόθευτη την ταυτότητα του βασανισμένου ρωμιού. Συνεργάζεται με τους καπεταναίους των Ραδοβυζίων και με τους μοναχούς και λόγιους της περιοχής, για την παιδεία και ανάπτυξη των πνευματικών του παιδιών. Κατά την παράδοση ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περνώντας από την περιοχή συναντήθηκε με τον Άγιο Παρθένιο και συζήτησαν μαζί τα προβλήματα των υποδούλων στο μοναστήρι της Ροβέλιστας που αποτελούσε κέντρο συνάντησης των αρματωλών και αντίστασης στον κατακτητή. Μάλιστα στο χώρο της μονής λειτουργούσε σχολείο με πλούσια βιβλιοθήκη που δυστυχώς καταστράφηκε από τους Τούρκους.
Η όλη ζωή και παρουσία του αγίου Παρθενίου δεν άφησε ανενόχλητο τον κατακτητή και κατά μια παράδοση ο Άγιος κατεδικάσθη και υπέστη μαρτυρικό θάνατο για να συναριθμηθεί στη χορεία των Οσίων και νέων μαρτύρων Ιεραρχών της εκκλησίας μας. Κατά μιαν άλλη όμως παράδοση εκοιμήθη οσιακώς την 21 ην Ιουλίου 1777 και ενεταφιάσθη πίσω από τι ιερό βήμα του ναού των Αγίων Αναργύρων.
Μετά από περίπου 35 χρόνια από την κοίμησή του οι κάτοικοι του χωριού απεφάσισαν να κάνουν εκταφή, προκειμένου να ενταφιάσουν έναν από τους διαδόχους του, τον επίσκοπο Καλλίνικο. Έτσι την 21 η Ιουλίου 1810 άνοιξαν τον τάφο του. Άρρητη ευωδία πλημμύρισε τον τόπο όλον και παρόλο το ηλιόλουστο της ημέρας, λεπτή βροχή άρχισε να πέφτει από τον ουρανό.
Οι κάτοικοι θεώρησαν το γεγονός «σημείο» παρά του Θεού και απόδειξη της αγιότητας του Παρθενίου. Οι κάτοικοι του Βελεντζικού αρνήθηκαν να παραδώσουν τα οστά στους οικείους του και τη διαφορά εκλήθη να διευθετήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τούτο έκρινε η κάρα να παραμείνει στο Βελεντζικό και τα υπόλοιπα οστά να δοθούν στους οικείους. Στον ιστορικό κώδικα της μονής Δουσίκου αναφέρεται ότι τα λείψανα μοιράστηκαν σε πολλά μέρη. Από αυτά, τμήμα κατέχει η μονή Δουσίκου, η σιαγόνα του αγίου ευρίσκεται στην μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους (εδόθη από τον πρώην επίσκοπο Σταγών Αμβρόσιο), μία δε κλείδα του αγίου ευρίσκεται στη λειψανοθήκη του ναού Αγίου Γεωργίου Κωστακιών. Κατά την επανάσταση Ραδοβυζίων στα 1854 εχάθη η παλαιά ακολουθία και η εικόνα του αγίου, η κάρα όμως διεσώθη χάριν της αυταπαρνήσεως του ιερέως του Βελεντζικού και μετεφέρθη στα χωριά του Βάλτου. Το 1939 με τη φροντίδα του ηγουμένου Δουσίκου π. Συμεών Τσαγοπούλου και του διδασκάλου του Βελεντζικού Γεωργίου Βάκκα, συνετέθη από τον π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη νέα ακολουθία, η οποία εκδόθηκε με το συναξάρι, το 1971. Ο διδάσκαλος των Τρικάλων Γεώργιος Μηλίτσης το 1991 συνέθεσε παρακλητικό προς τιμήν του αγίου κανόνα. Πολλά και ποικίλα τα θαύματα του Αγίου και μάρτυρες οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, οι οποίοι ομολογούν και διακηρύσσουν τις θαυματουργίες που επιτελεί η αγία κάρα Του.
Η μνήμη του εορτάζεται πανηγυρικά στις 21 Ιουλίου.
|